στυλάριον

στυλάριον
τὸ, Α [στῡλος]
υποκορ. μικρός στύλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στυλάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλαρίοις — στυλάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλαρίου — στυλάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλαρίων — στυλάριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλάρια — στυλάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλίδιο — το / στυλίδιον, ΝΑ [στῡλος] νεοελλ. 1. ζωολ. σκελετική προεξοχή σαν κώνος, η οποία βρίσκεται στο κέντρο τής βασικής πλάκας τών κοραλλιών 2. βιολ. ημιδιαφανές περιστρεφόμενο ραβδίο από πρωτεΐνη και υδατάνθρακες στον στόμαχο τών δίθυρων μαλακίων,… …   Dictionary of Greek

  • στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”